μοσχοποιώ

μοσχοποιώ
μοσχοποιώ, -έω (Α)
(για τους Εβραίους που κατασκεύασαν μετάλλινο ομοίωμα μόσχου στην έρημο και τό λάτρευαν) κατασκευάζω μόσχο («ἐμοσχοποίησαν.. καὶ ἀνήγαγον θυσίαν τῷ εἰδώλῳ», Κ.Δ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + ποιῶ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • μοσχοποίησις — μοσχοποίησις, ἡ (Α) [μοσχοποιώ] μοσχοποιία* …   Dictionary of Greek

  • μοσχοποιία — μοσχοποιΐα, ἡ (Α) [μοσχοποιώ] η κατασκευή τού χρυσού μόσχου από τους Εβραίους στην Έρημο …   Dictionary of Greek

  • μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”